«Η ποντιακή γλώσσα είναι η γέφυρα ανάμεσα στην αρχαία και νεοελληνική γλώσσα»
της Χριστίνας Κοτανίδου
«Οι χώρες δεν κατακτώνται μόνο με τα σπαθιά, αλλά και με τη γλώσσα. Όταν ο λαός χάνει τη γλώσσα του, χάνει την ψυχή του» (13ος αιώνας, Στέφανος Νεμάνια, βασιλιάς των Σέρβων).
Η διάσωση του πλούτου της Ποντιακής διαλέκτου αποτελεί μια καίρια προσπάθεια, στην οποία επιδίδονται επιτυχώς άνθρωποι από το χώρο των γραμμάτων, προκειμένου να εμφυσήσουν τις γνώσεις, τις ιδέες και τα βιώματά τους στις νέες γενιές και να διατηρήσουν δυνατή και άσβεστη τη φλόγα της ποντιακής παράδοσης και του πολιτισμού.
Η ποντιακή διάλεκτος τείνει έτσι, να αποκτήσει μια διαχρονικότητα στο πέρασμα των χρόνων, παραμένοντας ενεργή μέσω της εκμάθησης και της υιοθέτησής της, καθώς και εμφιλοχωρώντας μέσα σε αρχαία κείμενα, μεταφέροντάς μας τόσο άμεσα και οικεία στο εκάστοτε ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Οι «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου οι ήρωες «μιλούν» πλέον και την ποντιακή διάλεκτο, στην οποία έχουν μεταγλωττιστεί ήδη, μεταξύ άλλων, ο «Επιτάφιος» του Περικλή, ο «Κρίτων» του Πλάτωνα και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.
της Χριστίνας Κοτανίδου
«Οι χώρες δεν κατακτώνται μόνο με τα σπαθιά, αλλά και με τη γλώσσα. Όταν ο λαός χάνει τη γλώσσα του, χάνει την ψυχή του» (13ος αιώνας, Στέφανος Νεμάνια, βασιλιάς των Σέρβων).
Η διάσωση του πλούτου της Ποντιακής διαλέκτου αποτελεί μια καίρια προσπάθεια, στην οποία επιδίδονται επιτυχώς άνθρωποι από το χώρο των γραμμάτων, προκειμένου να εμφυσήσουν τις γνώσεις, τις ιδέες και τα βιώματά τους στις νέες γενιές και να διατηρήσουν δυνατή και άσβεστη τη φλόγα της ποντιακής παράδοσης και του πολιτισμού.
Η ποντιακή διάλεκτος τείνει έτσι, να αποκτήσει μια διαχρονικότητα στο πέρασμα των χρόνων, παραμένοντας ενεργή μέσω της εκμάθησης και της υιοθέτησής της, καθώς και εμφιλοχωρώντας μέσα σε αρχαία κείμενα, μεταφέροντάς μας τόσο άμεσα και οικεία στο εκάστοτε ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Οι «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου οι ήρωες «μιλούν» πλέον και την ποντιακή διάλεκτο, στην οποία έχουν μεταγλωττιστεί ήδη, μεταξύ άλλων, ο «Επιτάφιος» του Περικλή, ο «Κρίτων» του Πλάτωνα και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.
Πρόκειται συγκεκριμένα, για το βιβλίο «Οι βάτραχοι του Αριστοφάνη στην ποντιακή διάλεκτο» του δρα Θεόδωρου Κωνσταντινίδη, το οποίο παρουσιάστηκε μαζί με το βιβλίο «Ποντιακά παροιμίας, ρήσεις και ανέκδοτα» πριν λίγες μόλις ημέρες, στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, η οποία και συνδιοργάνωσε την παρουσίαση των βιβλίων αυτών μαζί με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Ποντίων Εκπαιδευτικών. Την εκδήλωση πλαισίωσαν ο παιδαγωγός και συγγραφέας, Βασίλης Χατζηθεοδωρίδης, ο ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Στάθης Πελαγίδης και ο ιστορικός και κοινωνιολόγος, Αντώνης Παυλίδης.
Ο συγγραφέας, Βασίλης Χατζηθεοδωρίδης, αναφέρθηκε στο πλούσιο επιστημονικό και συγγραφικό έργο του Θεόδωρου Κωνσταντινίδη, μέσα από το οποίο, σε συνδυασμό «με την ποντιακή του ψυχή, το ελεύθερο πνεύμα του και την αγάπη του για τα γράμματα, κουβαλάει μαζί του ολόκληρο τον Ποντιακό ελληνισμό». Ο προβληματισμός για το αν και πόσο μπορεί να διατηρηθεί και να επιζήσει η ποντιακή διάλεκτος, ήταν εκείνος που ενέπνευσε το ξεκίνημα μιας τέτοιας προσπάθειας, και ο Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, ένας από τους πρωτεργάτες της, όπως σημείωσε ο κ. Χατζηθεοδωρίδης.
«Ως έμπειρος φιλόλογος», συνέχισε να περιγράφει, «διδάκτορας κοινωνικών επιστημών, κοινωνικής συμπεριφοράς, έχει πλήρη επίγνωση της αποφασιστικής σημασίας και του ρόλου της ποντιακής διαλέκτου, ζωτικό παρακλάδι στον κορμό της αρχαιότερης και σπουδαιότερης γλώσσας της Ευρώπης. Η παιδαγωγική του κατάρτιση υπαγορεύει στο Θεόδωρο, να μεταφέρει τον αναγνώστη στα δρώμενα εκείνης της χρυσής εποχής του 4ου π. Χ. αιώνα, για να τον μυήσει στη βαθύτερη κατανόηση του περιεχομένου της αριστοφανικής κωμωδίας, η οποία διακρίνεται για τη λεπτότητα των εννοιών και των συμβολισμών, για τη σκωπτική διάθεση, την ειρωνεία, την κοινωνική σάτιρα, και την κατάχρηση εξουσίας».
«Συναισθηματική αποδοχή του κειμένου»
Το μεταγλωττισμένο γλωσσικό κείμενο στην ποντιακή διάλεκτο, όπως εξήγησε στη συνέχεια της παρουσίασης ο Στάθης Πελαγίδης, αυξάνει τη συναισθηματική αποδοχή του κειμένου στους ποντιόφωνους αναγνώστες, ενώ καλλιεργεί και το γλωσσικό μας κώδικα προς χρήση όχι μόνο της ποντιακής αλλά και της κοινής νεοελληνικής.
Ο Στάθης Πελαγίδης επικεντρώθηκε κυρίως στην περιγραφή της υπόθεσης του έργου του Αριστοφάνη, γεγονός που του έδωσε την ευκαιρία, να «γευτεί για πρώτη φορά τα μηνύματα της αριστοφάνειας σκέψης και γραφής και τη μεγαλοσύνη της αρχαίας ελληνικής διαλεκτικής κουλτούρας».
Τα έργα του Αριστοφάνη πραγματεύονταν προβλήματα της εποχής εκείνης, με κυρίαρχο, την οικονομική και κοινωνική κρίση της αθηναϊκής κοινωνίας κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Συγκεκριμένα, οι «Βάτραχοι» πρωτοπαρουσιάστηκαν το 405 π. Χ., ένα χρόνο πριν από τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, με την Αθήνα να ρημάζεται και τέλος, να καταστρέφεται.
Το έργο διαδραματίζεται στον Κάτω Κόσμο, τον Άδη, όπου κατευθύνεται ο θεός Διόνυσος μαζί με το δούλο του Ξανθία, προκειμένου να φέρει πίσω τον καλύτερο τραγικό ποιητή, τον Ευριπίδη, και να συμβάλλει κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην ανάκαμψη του θεάτρου στην Αθήνα. Φτάνοντας λοιπόν στον Άδη, συναντά τους δύο τραγικούς ποιητές, τον Ευριπίδη και τον Αισχύλο να λογομαχούν, στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν την τιμητική διάκριση του ποιητή.
Η υπόθεση της εν λόγω κωμωδίας περιστρέφεται γύρω από τη δύναμη επιβολής των δύο τραγικών ποιητών, μέσω του ποιητικού τους λόγου. Κεντρικό θέμα, η προσπάθεια σωτηρίας των Αθηνών, και νικητής, αυτός που θα καταφέρει να δώσει την πιο σωστή συμβουλή για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ο θεός Διόνυσος αναλαμβάνει το ρόλο του «διαιτητή», ο αγώνας κηρύσσεται και οι δύο ποιητές επιδίδονται αρχικά σε έναν ποιητικό διαγωνισμό, με όρους τραγικής ποίησης και έπαθλο, την άνοδο στη γη. Ο καθείς πλέκει το δικό του εγκώμιο, τονίζοντας την αξία της τέχνης του και την προσφορά του στον κόσμο και τον πολιτισμό. Νικητής αναδεικνύεται τελικά ο Αισχύλος, δίνοντας μια πιο ικανοποιητική απάντηση, στο τελευταίο και καθοριστικό ερώτημα του Διόνυσου, αναφορικά με τη σωτηρία της πόλης.
«Εδώ ακριβώς θαυμάζουμε τη μεγαλοσύνη και την κουλτούρα του διαλόγου, του λόγου και αντίλογου ανάμεσα στους δύο μεγάλους τραγικούς ποιητές, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, όπου νικητής αναδεικνύεται όποιος πείθει δια του λόγου και όχι όποιος επιβάλλεται δια της βίας», σημείωσε ο κ. Πελαγίδης.
Ο συγγραφέας, Βασίλης Χατζηθεοδωρίδης, αναφέρθηκε στο πλούσιο επιστημονικό και συγγραφικό έργο του Θεόδωρου Κωνσταντινίδη, μέσα από το οποίο, σε συνδυασμό «με την ποντιακή του ψυχή, το ελεύθερο πνεύμα του και την αγάπη του για τα γράμματα, κουβαλάει μαζί του ολόκληρο τον Ποντιακό ελληνισμό». Ο προβληματισμός για το αν και πόσο μπορεί να διατηρηθεί και να επιζήσει η ποντιακή διάλεκτος, ήταν εκείνος που ενέπνευσε το ξεκίνημα μιας τέτοιας προσπάθειας, και ο Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, ένας από τους πρωτεργάτες της, όπως σημείωσε ο κ. Χατζηθεοδωρίδης.
«Ως έμπειρος φιλόλογος», συνέχισε να περιγράφει, «διδάκτορας κοινωνικών επιστημών, κοινωνικής συμπεριφοράς, έχει πλήρη επίγνωση της αποφασιστικής σημασίας και του ρόλου της ποντιακής διαλέκτου, ζωτικό παρακλάδι στον κορμό της αρχαιότερης και σπουδαιότερης γλώσσας της Ευρώπης. Η παιδαγωγική του κατάρτιση υπαγορεύει στο Θεόδωρο, να μεταφέρει τον αναγνώστη στα δρώμενα εκείνης της χρυσής εποχής του 4ου π. Χ. αιώνα, για να τον μυήσει στη βαθύτερη κατανόηση του περιεχομένου της αριστοφανικής κωμωδίας, η οποία διακρίνεται για τη λεπτότητα των εννοιών και των συμβολισμών, για τη σκωπτική διάθεση, την ειρωνεία, την κοινωνική σάτιρα, και την κατάχρηση εξουσίας».
«Συναισθηματική αποδοχή του κειμένου»
Το μεταγλωττισμένο γλωσσικό κείμενο στην ποντιακή διάλεκτο, όπως εξήγησε στη συνέχεια της παρουσίασης ο Στάθης Πελαγίδης, αυξάνει τη συναισθηματική αποδοχή του κειμένου στους ποντιόφωνους αναγνώστες, ενώ καλλιεργεί και το γλωσσικό μας κώδικα προς χρήση όχι μόνο της ποντιακής αλλά και της κοινής νεοελληνικής.
Ο Στάθης Πελαγίδης επικεντρώθηκε κυρίως στην περιγραφή της υπόθεσης του έργου του Αριστοφάνη, γεγονός που του έδωσε την ευκαιρία, να «γευτεί για πρώτη φορά τα μηνύματα της αριστοφάνειας σκέψης και γραφής και τη μεγαλοσύνη της αρχαίας ελληνικής διαλεκτικής κουλτούρας».
Τα έργα του Αριστοφάνη πραγματεύονταν προβλήματα της εποχής εκείνης, με κυρίαρχο, την οικονομική και κοινωνική κρίση της αθηναϊκής κοινωνίας κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Συγκεκριμένα, οι «Βάτραχοι» πρωτοπαρουσιάστηκαν το 405 π. Χ., ένα χρόνο πριν από τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, με την Αθήνα να ρημάζεται και τέλος, να καταστρέφεται.
Το έργο διαδραματίζεται στον Κάτω Κόσμο, τον Άδη, όπου κατευθύνεται ο θεός Διόνυσος μαζί με το δούλο του Ξανθία, προκειμένου να φέρει πίσω τον καλύτερο τραγικό ποιητή, τον Ευριπίδη, και να συμβάλλει κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην ανάκαμψη του θεάτρου στην Αθήνα. Φτάνοντας λοιπόν στον Άδη, συναντά τους δύο τραγικούς ποιητές, τον Ευριπίδη και τον Αισχύλο να λογομαχούν, στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν την τιμητική διάκριση του ποιητή.
Η υπόθεση της εν λόγω κωμωδίας περιστρέφεται γύρω από τη δύναμη επιβολής των δύο τραγικών ποιητών, μέσω του ποιητικού τους λόγου. Κεντρικό θέμα, η προσπάθεια σωτηρίας των Αθηνών, και νικητής, αυτός που θα καταφέρει να δώσει την πιο σωστή συμβουλή για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ο θεός Διόνυσος αναλαμβάνει το ρόλο του «διαιτητή», ο αγώνας κηρύσσεται και οι δύο ποιητές επιδίδονται αρχικά σε έναν ποιητικό διαγωνισμό, με όρους τραγικής ποίησης και έπαθλο, την άνοδο στη γη. Ο καθείς πλέκει το δικό του εγκώμιο, τονίζοντας την αξία της τέχνης του και την προσφορά του στον κόσμο και τον πολιτισμό. Νικητής αναδεικνύεται τελικά ο Αισχύλος, δίνοντας μια πιο ικανοποιητική απάντηση, στο τελευταίο και καθοριστικό ερώτημα του Διόνυσου, αναφορικά με τη σωτηρία της πόλης.
«Εδώ ακριβώς θαυμάζουμε τη μεγαλοσύνη και την κουλτούρα του διαλόγου, του λόγου και αντίλογου ανάμεσα στους δύο μεγάλους τραγικούς ποιητές, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, όπου νικητής αναδεικνύεται όποιος πείθει δια του λόγου και όχι όποιος επιβάλλεται δια της βίας», σημείωσε ο κ. Πελαγίδης.
Στον πρόλογο του βιβλίου, ο συγγραφέας τονίζει τη σημασία της διαλέκτου μέσα στο ευρύτερο εθνικό κορμό της κοινής νεοελληνικής και ιδιαίτερα της ποντιακής. Αμέσως μετά, προχωρεί σε σύντομη και κατατοπιστική ενημέρωση για το αριστοφανικό έργο, ενώ τέλος, ακολουθεί η υπόθεση και τα πρόσωπα της εν λόγω κωμωδίας, «οι Βάτραχοι», αλλά και η ερμηνεία του σκηνικού χώρου, δηλαδή ο «Άδης», όπου διαδραματίζεται ο διάλογος. Ο συγγραφέας παραθέτει αντικριστά το αρχαίο ελληνικό κείμενο του Αριστοφάνη και το μεταγλωττισμένο στην ποντιακή διάλεκτο δεξιά, στη νεωτερική της μορφή, περιέγραψε ο κ. Πελαγίδης.
«Η επικαιρότητα της κωμωδίας «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη είναι ορατή και ιδιαίτερα προκλητική για τα σημερινά δρώμενα. Είναι να θαυμάζει κανείς το μεγαλείο της διαχρονικότητας και επικαιρότητας του λόγου και αντίλογου μεταξύ Ευριπίδη και Αισχύλου στην πρόκληση του Διόνυσου», σχολίασε στη συνέχεια.
Το δεύτερο βιβλίο του Θεόδωρου Κωνσταντινίδη «Ποντιακά παροιμίας, ρήσεις και ανέκδοτα», έσπευσε να παρουσιάσει ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών, Αντώνης Παυλίδης.
«Η επικαιρότητα της κωμωδίας «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη είναι ορατή και ιδιαίτερα προκλητική για τα σημερινά δρώμενα. Είναι να θαυμάζει κανείς το μεγαλείο της διαχρονικότητας και επικαιρότητας του λόγου και αντίλογου μεταξύ Ευριπίδη και Αισχύλου στην πρόκληση του Διόνυσου», σχολίασε στη συνέχεια.
Το δεύτερο βιβλίο του Θεόδωρου Κωνσταντινίδη «Ποντιακά παροιμίας, ρήσεις και ανέκδοτα», έσπευσε να παρουσιάσει ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών, Αντώνης Παυλίδης.
«Θεωρώ σημαντικό το έργο οποιουδήποτε που απλά κάνει καταγραφή στοιχείων της παράδοσης, γιατί το να πάρεις στοιχεία του παρελθόντος, να τα βάλεις να διασχίσουν το δρόμο για να φτάσουν στο παρόν και να διατηρηθούν στο μέλλον, είναι μια τεράστιας αξίας προσπάθεια. Άλλωστε η παράδοση, όπως λέει και ο Θεόδωρος στο βιβλίο του, είναι ο ίδιος ο λαός, είναι η ψυχή μας, με άλλα λόγια. Αν αυτό το έργο αναφέρεται και σε ένα δεύτερο επίπεδο παράδοσης, που είναι η διατήρηση μιας διαλέκτου που έρχεται από τα βάθη του χρόνου, η αξία είναι πολλαπλάσια», ανέφερε ο κ. Παυλίδης.
Δεν πρόκειται ωστόσο, για μια απλή καταγραφή και παράθεση παραδοσιακών δεδομένων, αλλά για μια μελέτη, μέσω της οποίας ο Θεόδωρος Κωνσταντινίδης προχωράει σε ανάλυση, εξειδίκευση και παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών τους. Είναι επομένως, μια πλήρης επιστημονική μελέτη, γεγονός που δίνει πολύ μεγαλύτερη αξία στο έργο του, τόνισε ο κ. Παυλίδης. Συνεχίζοντας με την περιγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, ο κ. Παυλίδης μας μετέφερε τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα κίνητρα που ώθησαν τον κ. Κωνσταντινίδη να γράψει αυτό το βιβλίο, «θυμάται την εφηβική του ηλικία στο χωριό όπου οι γέροντες βλέποντας τους νέους να ξεφεύγουν και να είναι υπερβολικοί, συνήθιζαν να τους μιλούν με παροιμιακό λόγο, με ρήσεις. Ο λόγος των γερόντων απρόσωπος, λακωνικός, περιεκτικός, έμμεσος, τελεστικός και γι’ αυτό, ήταν απόλυτα πνευματικός. Με άλλα λόγια δηλαδή, λέει ο Θεόδωρος, ότι αυτές οι παροιμίες με τις οποίες μιλούσαν οι γέροντες του χωριού, με έκαναν εμένα καλύτερο ως άνθρωπο».
Στο βιβλίο αυτό υπάρχει μια παράθεση εκατοντάδων παροιμιών και ρήσεων, ανεκδότων και μια συνεχής προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης του περιεχομένου τους, σε διάσταση όχι παρελθοντική, αλλά παροντική και συνεπώς μελλοντική.
Στο τέλος της εκδήλωσης, ο συγγραφέας, Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, λαμβάνοντας τελευταίος το λόγο, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων, στη σημασία της Ποντιακής διαλέκτου.
«Ποντιακή διάλεκτος – Ποντιακή γλώσσα: δεν έχει καμία ποιοτική διαφοροποίηση ο όρος διάλεκτος και ο όρος γλώσσα. Η γλώσσα είναι ακριβώς εκείνη που διαθέτει στρατό και στόλο. Η διάλεκτος είναι μια άλλη γλώσσα, η οποία θα μπορούσε πολύ καλά να γίνει αυτή κοινή, επίσημη γλώσσα και η κοινή επίσημη γλώσσα να γίνει διάλεκτος. Άρα, όπως δεν υπάρχουν υψηλές και χαμηλές κουλτούρες, έτσι δεν υπάρχουν και υψηλές γλώσσες και κατώτερης ποιότητας διάλεκτοι. Ο διαχωρισμός είναι μόνο ποσοτικός και όχι ποιοτικός», ανέφερε χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.
Η ποντιακή γλώσσα, όπως τόνισε ο κ. Κωνσταντινίδης, είναι πολύ κοντά στη γλώσσα που πρωτοπαίχτηκαν τα δραματικά, κωμικά, τραγικά έργα στην αρχαία Ελλάδα, και επομένως, μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα ανάμεσα στην αρχαία γλώσσα και το νεοελληνικό μας λόγο.
Δεν πρόκειται ωστόσο, για μια απλή καταγραφή και παράθεση παραδοσιακών δεδομένων, αλλά για μια μελέτη, μέσω της οποίας ο Θεόδωρος Κωνσταντινίδης προχωράει σε ανάλυση, εξειδίκευση και παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών τους. Είναι επομένως, μια πλήρης επιστημονική μελέτη, γεγονός που δίνει πολύ μεγαλύτερη αξία στο έργο του, τόνισε ο κ. Παυλίδης. Συνεχίζοντας με την περιγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, ο κ. Παυλίδης μας μετέφερε τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα κίνητρα που ώθησαν τον κ. Κωνσταντινίδη να γράψει αυτό το βιβλίο, «θυμάται την εφηβική του ηλικία στο χωριό όπου οι γέροντες βλέποντας τους νέους να ξεφεύγουν και να είναι υπερβολικοί, συνήθιζαν να τους μιλούν με παροιμιακό λόγο, με ρήσεις. Ο λόγος των γερόντων απρόσωπος, λακωνικός, περιεκτικός, έμμεσος, τελεστικός και γι’ αυτό, ήταν απόλυτα πνευματικός. Με άλλα λόγια δηλαδή, λέει ο Θεόδωρος, ότι αυτές οι παροιμίες με τις οποίες μιλούσαν οι γέροντες του χωριού, με έκαναν εμένα καλύτερο ως άνθρωπο».
Στο βιβλίο αυτό υπάρχει μια παράθεση εκατοντάδων παροιμιών και ρήσεων, ανεκδότων και μια συνεχής προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης του περιεχομένου τους, σε διάσταση όχι παρελθοντική, αλλά παροντική και συνεπώς μελλοντική.
Στο τέλος της εκδήλωσης, ο συγγραφέας, Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, λαμβάνοντας τελευταίος το λόγο, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων, στη σημασία της Ποντιακής διαλέκτου.
«Ποντιακή διάλεκτος – Ποντιακή γλώσσα: δεν έχει καμία ποιοτική διαφοροποίηση ο όρος διάλεκτος και ο όρος γλώσσα. Η γλώσσα είναι ακριβώς εκείνη που διαθέτει στρατό και στόλο. Η διάλεκτος είναι μια άλλη γλώσσα, η οποία θα μπορούσε πολύ καλά να γίνει αυτή κοινή, επίσημη γλώσσα και η κοινή επίσημη γλώσσα να γίνει διάλεκτος. Άρα, όπως δεν υπάρχουν υψηλές και χαμηλές κουλτούρες, έτσι δεν υπάρχουν και υψηλές γλώσσες και κατώτερης ποιότητας διάλεκτοι. Ο διαχωρισμός είναι μόνο ποσοτικός και όχι ποιοτικός», ανέφερε χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.
Η ποντιακή γλώσσα, όπως τόνισε ο κ. Κωνσταντινίδης, είναι πολύ κοντά στη γλώσσα που πρωτοπαίχτηκαν τα δραματικά, κωμικά, τραγικά έργα στην αρχαία Ελλάδα, και επομένως, μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα ανάμεσα στην αρχαία γλώσσα και το νεοελληνικό μας λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου